αναστένω
Смотреть что такое "αναστένω" в других словарях:
ἀναστένω — groan aloud pres subj act 1st sg ἀναστένω groan aloud pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστένω — ἀναστένω (Α) [στένω] στενάζω δυνατά, στενάζω, θρηνώ για κάτι … Dictionary of Greek
ἀναστένει — ἀναστένω groan aloud pres ind mp 2nd sg ἀναστένω groan aloud pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστένομεν — ἀναστένω groan aloud pres ind act 1st pl ἀναστένω groan aloud imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέστενον — ἀναστένω groan aloud imperf ind act 3rd pl ἀναστένω groan aloud imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστένειν — ἀναστένω groan aloud pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστένεις — ἀναστένω groan aloud pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστένοντες — ἀναστένω groan aloud pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστένουσα — ἀναστένω groan aloud pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναστένων — ἀναστένω groan aloud pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέστενε — ἀναστένω groan aloud imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)