αναστένω

αναστένω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναστένω" в других словарях:

  • ἀναστένω — groan aloud pres subj act 1st sg ἀναστένω groan aloud pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναστένω — ἀναστένω (Α) [στένω] στενάζω δυνατά, στενάζω, θρηνώ για κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀναστένει — ἀναστένω groan aloud pres ind mp 2nd sg ἀναστένω groan aloud pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστένομεν — ἀναστένω groan aloud pres ind act 1st pl ἀναστένω groan aloud imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέστενον — ἀναστένω groan aloud imperf ind act 3rd pl ἀναστένω groan aloud imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστένειν — ἀναστένω groan aloud pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστένεις — ἀναστένω groan aloud pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστένοντες — ἀναστένω groan aloud pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστένουσα — ἀναστένω groan aloud pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναστένων — ἀναστένω groan aloud pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέστενε — ἀναστένω groan aloud imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»